- φακουσιακός
- -ή, -όν, Α [Φακοῡσ(σ)αι]αυτός που προέρχεται από το μέρος Φακοῡσσαι* τής Αιγύπτου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φακουσιακοῦ — φακουσιακός from masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)